- καστανίας
- καστανίᾱς , καστανίαιsweet chestnutsmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Καστανιάς, δήμος — Νέος δήμος (1.619 κάτ.) του νομού Τρικάλων που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αμαράντου, Αμπελοχωρίου, Καλομοίρας, Καστανιάς και Ματονερίου, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός… … Dictionary of Greek
καστανιά — Δέντρο της οικογένειας των φαγκιδών (δικοτυλήδονα). Αποτελεί μέρος της δασικής χλωρίδας των θερμών ζωνών της Ευρώπης. Κατάγεται πιθανώς από τον μεσογειακό χώρο και ήταν γνωστή από την αρχαιότητα με την ονομασία Διός βάλανον. Στην Ελλάδα… … Dictionary of Greek
καστάνια — Δέντρο της οικογένειας των φαγκιδών (δικοτυλήδονα). Αποτελεί μέρος της δασικής χλωρίδας των θερμών ζωνών της Ευρώπης. Κατάγεται πιθανώς από τον μεσογειακό χώρο και ήταν γνωστή από την αρχαιότητα με την ονομασία Διός βάλανον. Στην Ελλάδα… … Dictionary of Greek
καλλούνα — Φρυγανώδης θάμνος της οικογένειας των ερεικιδών (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική του ονομασία είναι κ. η κοινή. Είναι αειθαλές, πολύκλαδο, μικρών διαστάσεων φυτό – το ύψος της φτάνει έως 40 50 εκ. Έχει πολυάριθμα, πολύ μικρά φύλλα, γραμμοειδή… … Dictionary of Greek
Kalampaka — Gemeinde Kalambaka Δήμος Καλαμπάκας (Καλαμπάκα) DEC … Deutsch Wikipedia
Liste der Gemeinden Griechenlands (1997–2010) — Die folgende Tabelle umfasst alle griechischen Gemeinden, die im Zuge des Kapodistrias Programms von 1997 aus knapp 6.000 kleineren kommunalen Einheiten geschaffen wurden und im Zuge des Kallikratis Gesetzes von 2010 zum 1. Januar 2011… … Deutsch Wikipedia
άμωτον — ἄμωτον, το (Α) καρπός τής καστανιάς, κάστανο. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
βολετός — (boletus). Γένος υμενομυκήτων βασιδιομυκήτων της οικογένειας των βολετιδών. Το καρπόσωμα αυτού του μανιταριού είναι σαρκώδες, λείο, πιο σπάνια τριχωτό, συνήθως μεγάλου μεγέθους. Έχει κεντρικό πόδα και πίλο με την εξωτερική επιφάνεια σχεδόν… … Dictionary of Greek
βυρσοδεψία — Οι τεχνικές και χημικές επεξεργασίες που κάνουν άσηπτα και αδιάβροχα τα δέρματα των ζώων. Η χρήση των δερμάτων για προστατευτικά καλύμματα και ενδύματα έχει τις ρίζες της στους προϊστορικούς χρόνους. Πολυάριθμες ενδείξεις παρουσιάζουν ως… … Dictionary of Greek
ενδοθία — (endothia). Γένος ασκομυκήτων της τάξης των πυρηνομυκήτων, των οποίων τα καρποσώματα είναι σφαιρικά, όμοια με μικρό κουκούτσι. Περιλαμβάνει περίπου 10 είδη, που ζουν στην κοπριά, σε σάπια ξύλα ή ακόμη και σε προνύμφες εντόμων. Από αυτά, η ε. η… … Dictionary of Greek